- βορδώνι
- και βουρδώνι, το (Μ βορδώνιον και βορδώνιν) [βόρδων]ημίονος, μουλάριμσν.γάιδαρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουρδώνι — και βορδώνι, το (Μ βορδώνιον και βορδώνιν, το, Α βουρδών και βορδών, ο) βλ. βορδώνι … Dictionary of Greek